Μνημείο πεσόντων της μάχης του υψώματος Ραβινέ το 1917
Πρόκειται για μνημείο χτισμένο σε τρεις βαθμίδες, στην κορφή του οποίου έχει τοποθετηθεί μαρμάρινος σταυρός. Στον σταυρό του μνημείου αναγράφεται:
«Εις μνήμην των υπέρ πατρίδος πεσόντων Αξιωματικών και Οπλιτών – 1η Μαΐου 1917».
Τοποθεσία
Το μνημείο πεσόντων της μάχης του Ραβινέ βρίσκεται στην κορυφή του υψώματος Ραβινέ, 1.000 μέτρα δυτικά – βορειοδυτικά από το παραμεθόριο χωριό Χαμηλό του Δήμου Παιονίας στον Νομό Κιλκίς.
Πατρότητα
Δεν εντοπίστηκαν στοιχεία.
Η διατήρηση της ουδέτερης στάσης της Ελλάδας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επηρεάστηκε από τη δράση των δυνάμεων της Αντάντ κατά των Κεντρικών Δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο (απόβαση γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη το 1915) και από τη κατάληψη της ελληνικής επικράτειας, ανατολικά του ποταμού Στρυμόνα, από τον βουλγαρικό στρατό που ήδη υπήρξε σύμμαχος των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Τουρκία) (1916).
Η βουλγαρική κατάληψη ελληνικών εδαφών, η εγκληματική δράση του βουλγαρικού στρατού σε βάρος των Ελλήνων κατοίκων και η αδράνεια της κυβέρνησης του Στέφανου Σκουλούδη έναντι όλων αυτών, ήταν που έφεραν στο αποκορύφωμά του τον Εθνικό Διχασμό μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Ελευθέριου Βενιζέλου. Αποτέλεσμα των αφόρητων επιρροών των αντιμαχόμενων (Αντάντ και Κεντρικών Δυνάμεων) που ασκούνταν στο ελληνικό πολιτικό παρασκήνιο, ήταν να αντιδράσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην ελληνική ουδετερότητα με στρατιωτικό κίνημα και να προκύψουν οι δυο ελληνικές κυβερνήσεις (των Αθηνών με υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον Σπυρίδωνα Λάμπρου και της Θεσσαλονίκης με πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο) τον Σεπτέμβριο του 1916 αλλά και να εξοριστεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος το καλοκαίρι του 1917, υπό την απειλή επέμβασης των δυνάμεων της Αντάντ στην Αθήνα, δυνάμεων που επιδίωκαν και πέτυχαν να τοποθετήσουν βασιλιά τον Αλέξανδρο και πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η κυβέρνηση Βενιζέλου έθεσε τη χώρα σε στρατιωτικό νόμο και κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης (της Θεσσαλονίκης) με πρωθυπουργό τον Ελ. Βενιζέλο που είχε τη υποστήριξη της Αντάντ, εγκατέλειψε την αυστηρή ουδετερότητα κι έλαβε μέρος στον πόλεμο, στο πλευρό των Γάλλων με 3 Ταξιαρχίες Πεζικού. Την άνοιξη του 1917, στα βόρεια σύνορα της χώρας διεξήχθησαν σημαντικές μάχες των Ελλήνων και των Γάλλων κατά των Βουλγάρων και των Γερμανών (μάχες Σεμέν ντε Φερ, Ραβινέ κλπ). Την ίδια στιγμή η Κυβέρνηση των Αθηνών κι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεχόταν πιέσεις από την Αντάντ για αφοπλισμό του στρατού στον ελληνικό νότο, και είχε ήδη γράψει στο ιστορικό της τα «Νοεμβριανά» του 1916 με τον ναυτικό αποκλεισμό της Αθήνας και του Πειραιά από τον Αγγλο-γαλλικό στόλο, τον λιμό που επέφερε ο ναυτικός αποκλεισμός και την μάχη των Αθηνών όπως έμεινε στην ιστορία η αιματηρή αντίδραση του Συνδέσμου των Επιστράτων στην επιβολή του αφοπλισμού και την παρουσία Αγγλο-γάλλων εισβολέων στους δρόμους της Αθήνας.
Η μάχη του Ραβινέ την 1η Μαΐου 1917 – Το Ραβινέ ήταν ένα οχυρωμένο ύψωμα επί του ελληνικού εδάφους στη δυτική πλευρά του Αξιού, το οποίο κατείχαν ισχυρές γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις. Αποτελούσε ένα από τα βασικότερα ερείσματα της αμυντικής τους διάταξης και ως εκ τούτου η κατάληψή του κρινόταν απαραίτητη από το συμμαχικό επιτελείο. Από τις 23 έως τις 30 Απριλίου του 1917 το ύψωμα προσβλήθηκε με προπαρασκευαστικό βομβαρδισμό και επίθεση των ελληνικών τμημάτων, με προεξάρχοντα τα τάγματα των λοχαγών Κονδύλη και Τσάκαλου. Τα ξημερώματα της 1ης Μαΐου εκδηλώθηκε η κύρια επιθετική ενέργεια στην οποία πήραν μέρος τρεις ελληνικοί λόχοι του τάγματος Γουλιανού, που κατάφεραν να εκδιώξουν τους κύριους υπερασπιστές του υψώματος, δυο βουλγαρικούς λόχους, συλλαμβάνοντας και περίπου 60 αιχμαλώτους. Ωστόσο ο εχθρός αντεπιτέθηκε άμεσα με συνέπεια οι ελληνικές δυνάμεις να υποστούν βαριές απώλειες, αφού το σύνολο σχεδόν των ανδρών τους σκοτώθηκε ή τραυματίσθηκε με τον διοικητή λόχου υπολοχαγό Καρακουλάκη να περιλαμβάνεται στους νεκρούς. Όλα αυτά οδήγησαν σε προσωρινή εγκατάλειψη του υψώματος, έως ότου μια νέα ελληνική αντεπίθεση από τους λόχους Ντερτιλή, Χαιρέτη και μια διμοιρία υπό τον ανθυπασπιστή Γκέκα να καταλήξει σε επανάκτησή του.
Κατά την επέτειο της μάχης του Ραβινέ τελείται τρισάγιο στο μνημείο και οι εκπρόσωποι της πολιτείας καταθέτουν στεφάνια στη μνήμη των νεκρών ενώ στο χωριό Χαμηλό, που βρίσκεται πλησίον του λόφου Ραβινέ, διοργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις με τη συμμετοχή τοπικών συλλόγων αλλά και συλλόγων Κρητών που συμμετέχουν στις εκδηλώσεις μνήμης τιμώντας τους πολυάριθμους Κρήτες που έπεσαν στη μάχη.
Όνομα Συντάκτη
Γράφει ο κ. Θεόδωρος Μποράκης, ιδιώτης.
Βιβλιογραφία
1. Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Η Ελλάς και ο πόλεμος στα Βαλκάνια 1914 – 1918» – Γενικό Επιτελείο Στρατού, 1958 – 1987.
2. Γεώργιος Θ. Βαρδάκας, «Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος – Μάχες: Σεμέν ντε φερ, Ραβινέ, Σκρά ντι Λεγκέν, Δοϊράνης, Διασπάσεως Μακεδονικού Μετώπου», Σεπτέμβριος 2018.
3. Χρήστος Π. Ίντος – Ο Μεγάλος Πόλεμος (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1914 – 1918) στον Νομό Κιλκίς – Γουμένισσα 2019.
4. Βλάσης Βλασίδης – «Μεταξύ μνήμης και λήθης – Μνημεία και κοιμητήρια του Μακεδονικού Μετώπου – Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα» – Θεσσαλονίκη 2016.
5. Θεόδωρος Π. Μποράκης «Κοινότης Πλαγίων Εν Παιονία Κιλκίς» ιδιωτική έκδοση – 2022.
Φωτογραφία: Θεόδωρος Π. Μποράκης
Ο συντάκτης φέρει την ευθύνη των κειμένων.